περιαλείφουσι

περιαλείφουσι
περϊαλείφουσι , περιαλείφω
smear all over
pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic)
περϊαλείφουσι , περιαλείφω
smear all over
pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • περιαλείφω — ΝΜΑ αλείφω γύρω γύρω, αλείφω κάτι σε όλα τα μέρη του, επαλείφω παντού («πάντα δὲ ἔξωθεν περιήλειψαν τὸν νεὼν ἀργύρῳ», Πλάτ.) αρχ. 1. ασβεστώνω, ασπρίζω 2. (για τους υμένες τού σώματος) περιβάλλω, περικαλύπτω («ὑμένες ὅσοι περιαλείφουσι τὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”